ἐννεασύλλαβος: Difference between revisions

2
(12)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἐννεασύλλαβος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από [[εννέα]] συλλαβές<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[εννεασύλλαβος]]<br />[[στίχος]] που αποτελείται από [[εννέα]] συλλαβές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐννεασύλλαβον</i> (ενν. [[μέτρον]])<br />το σαπφικό [[μέτρο]] (δίμετρο υπερκατάληκτο).
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἐννεασύλλαβος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από [[εννέα]] συλλαβές<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[εννεασύλλαβος]]<br />[[στίχος]] που αποτελείται από [[εννέα]] συλλαβές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐννεασύλλαβον</i> (ενν. [[μέτρον]])<br />το σαπφικό [[μέτρο]] (δίμετρο υπερκατάληκτο).
}}
{{elru
|elrutext='''ἐννεασύλλαβος:''' грам., стих. девятисложный.
}}
}}