ἔξεδρος: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔξεδρος:''' -ον ([[ἕδρα]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που διαμένει [[μακριά]] απ' τον [[τόπο]] του, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[εκτός]], έξω από, [[μακριά]] από, σε Ευρ.· μεταφ., <i>ἔξεδροι φρενῶν λόγοι</i>, ανόητα [[λόγια]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται πουλιά που χρησιμεύουν ως οιωνοί, <i>ἔξ. χώραν ἔχειν</i>, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἔξεδρος:''' -ον ([[ἕδρα]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που διαμένει [[μακριά]] απ' τον [[τόπο]] του, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[εκτός]], έξω από, [[μακριά]] από, σε Ευρ.· μεταφ., <i>ἔξεδροι φρενῶν λόγοι</i>, ανόητα [[λόγια]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται πουλιά που χρησιμεύουν ως οιωνοί, <i>ἔξ. χώραν ἔχειν</i>, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔξεδρος:''' <b class="num">1)</b> находящийся вне дома, отсутствующий (φυγάδες ἔξεδροι χθονός Eur.): ἔ. γενόμενος ἐκ τῶν οἰκείων τόπων Arst. покинувший свои обычные места; ἔ. φρενῶν Eur. безумный; ἔξεδρον χώραν ἔχων [[ὄρνις]] Arph. нездешняя птица, предполож. зловещая;<br /><b class="num">2)</b> необычный, небывалый (ἔ. τῆς μοχθηρίας [[ὑπερβολή]] Arst.).
}}
}}