ἐξεπίτηδες: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξεπίτηδες:''' επίρρ., [[εξεπίτηδες]], σε Αριστοφ., Πλάτ.· με προμελετημένη, εκ προθέσεως κακή [[διάθεση]], σε Δημ.
|lsmtext='''ἐξεπίτηδες:''' επίρρ., [[εξεπίτηδες]], σε Αριστοφ., Πλάτ.· με προμελετημένη, εκ προθέσεως κακή [[διάθεση]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξεπίτηδες:''' adv.<br /><b class="num">1)</b> (пред)намеренно, умышленно (ποιεῖν τι Arph., Plat.);<br /><b class="num">2)</b> упорным трудом (εὑρεθείς Luc.);<br /><b class="num">3)</b> усердно, деятельно, ревностно (καταπλεῦσαι Arst.);<br /><b class="num">4)</b> со злым умыслом (ὑβρίζειν Dem.).
}}
}}