3,270,629
edits
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐξεπίτηδες:''' επίρρ., [[εξεπίτηδες]], σε Αριστοφ., Πλάτ.· με προμελετημένη, εκ προθέσεως κακή [[διάθεση]], σε Δημ. | |lsmtext='''ἐξεπίτηδες:''' επίρρ., [[εξεπίτηδες]], σε Αριστοφ., Πλάτ.· με προμελετημένη, εκ προθέσεως κακή [[διάθεση]], σε Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐξεπίτηδες:''' adv.<br /><b class="num">1)</b> (пред)намеренно, умышленно (ποιεῖν τι Arph., Plat.);<br /><b class="num">2)</b> упорным трудом (εὑρεθείς Luc.);<br /><b class="num">3)</b> усердно, деятельно, ревностно (καταπλεῦσαι Arst.);<br /><b class="num">4)</b> со злым умыслом (ὑβρίζειν Dem.). | |||
}} | }} |