ἐξέρομαι: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξέρομαι:''' Ιων. -είρομαι· μέλ. <i>-ερήσομαι</i>, αόρ. βʹ <i>-ηρόμην</i>, απαρ. <i>-ερέσθαι</i>· αποθ.,<br /><b class="num">1.</b> [[ρωτώ]] και [[παίρνω]] πληροφορίες για [[κάτι]], σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[ρωτώ]] να μάθω για κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.
|lsmtext='''ἐξέρομαι:''' Ιων. -είρομαι· μέλ. <i>-ερήσομαι</i>, αόρ. βʹ <i>-ηρόμην</i>, απαρ. <i>-ερέσθαι</i>· αποθ.,<br /><b class="num">1.</b> [[ρωτώ]] και [[παίρνω]] πληροφορίες για [[κάτι]], σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[ρωτώ]] να μάθω για κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξέρομαι:''' Hom., Soph. = [[ἐξερεείνω]].
}}
}}