ἐπανανεόομαι: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπανανεόομαι:''' Μέσ., [[ανανεώνω]], αναζωγονώ, [[αναγεννώ]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἐπανανεόομαι:''' Μέσ., [[ανανεώνω]], αναζωγονώ, [[αναγεννώ]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπανανεόομαι:''' возобновлять, вновь рассматривать (τὸν λόγον τινός Plat.).
}}
}}