ἐξελάαν: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξελάαν:''' Επικ. απαρ. ενεστ. του [[ἐξελαύνω]]· ἐξελᾶν, Αττ. απαρ. μέλ. του ίδιου.
|lsmtext='''ἐξελάαν:''' Επικ. απαρ. ενεστ. του [[ἐξελαύνω]]· ἐξελᾶν, Αττ. απαρ. μέλ. του ίδιου.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξελάαν:''' эп. inf. к [[ἐξελάω]].
}}
}}