ἐξεπαίρω: Difference between revisions

2
(12)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐξεπαίρω]] (Α)<br />[[προκαλώ]] κάποιον να κάνει [[κάτι]] («μή... τὰς γυναῑκας ἐξεπαίρωσιν δόλῳ καταλαβεῑν τὰ χρήματα ἡμῶν», <b>Αριστοφ.</b>).
|mltxt=[[ἐξεπαίρω]] (Α)<br />[[προκαλώ]] κάποιον να κάνει [[κάτι]] («μή... τὰς γυναῑκας ἐξεπαίρωσιν δόλῳ καταλαβεῑν τὰ χρήματα ἡμῶν», <b>Αριστοφ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξεπαίρω:''' побуждать, поощрять, подстрекать (τινὰ ποιεῖν τι Arph.; ἐξεπαίρεσθαι [[μεῖζον]], ἢ [[χρεών]], φρονεῖν Plut.).
}}
}}