ἐπιλήθω: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιλήθω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[προξενώ]] [[λήθη]] ενός πράγματος, με γεν., σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., ξεχνιέμαι, λησμονιέμαι, μτχ. παρακ. <i>ἐπιλελησμένος</i>, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II. 1.</b> Μέσ., <i>ἐπι-λήθομαι</i> και <i>-λανθάνομαι</i>, μέλ. -[[λήσομαι]], αόρ. βʹ <i>-ελᾰθόμην</i>, με Ενεργ. παρακ. -[[λέληθα]] και Παθ. -[[λέλησμαι]], υπερσ. <i>-ελελήσμην</i>· [[αφήνω]] [[κάτι]] να μου διαφύγει, [[ξεχνώ]], [[λησμονώ]], με γεν., [[ὅπως]] Ἰθάκης [[ἐπιλήσεται]] (Επικ. αντί <i>-ηται</i>), σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως και σε Ηρόδ., Αττ.· επίσης με αιτ., σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· με απαρ., σε Αριστοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[ξεχνώ]] συνειδητά, [[λησμονώ]] ηθελημένα, <i>ἑκὼν ἐπιλήθομαι</i>, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἐπιλήθω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[προξενώ]] [[λήθη]] ενός πράγματος, με γεν., σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., ξεχνιέμαι, λησμονιέμαι, μτχ. παρακ. <i>ἐπιλελησμένος</i>, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II. 1.</b> Μέσ., <i>ἐπι-λήθομαι</i> και <i>-λανθάνομαι</i>, μέλ. -[[λήσομαι]], αόρ. βʹ <i>-ελᾰθόμην</i>, με Ενεργ. παρακ. -[[λέληθα]] και Παθ. -[[λέλησμαι]], υπερσ. <i>-ελελήσμην</i>· [[αφήνω]] [[κάτι]] να μου διαφύγει, [[ξεχνώ]], [[λησμονώ]], με γεν., [[ὅπως]] Ἰθάκης [[ἐπιλήσεται]] (Επικ. αντί <i>-ηται</i>), σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως και σε Ηρόδ., Αττ.· επίσης με αιτ., σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· με απαρ., σε Αριστοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[ξεχνώ]] συνειδητά, [[λησμονώ]] ηθελημένα, <i>ἑκὼν ἐπιλήθομαι</i>, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιλήθω:''' эп.-ион. = *[[ἐπιλανθάνω]].
}}
}}