ἐριδαίνω: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐρῐδαίνω:''' Επικ. αόρ. αʹ <i>ἐρίδηνα</i>, Μέσ., Επικ. απαρ. αορ. αʹ <i>ἐριδδήσασθαι</i> ([[ἐρίζω]])· [[φιλονικώ]], [[μαλώνω]], [[διαφωνώ]], αντιπαρατίθεμαι, σε Όμηρ.· με δοτ., <i>ἐριδαίνετον ἀλλήλοιϊν</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· και στη Μέσ., <i>ποσσὶν ἐριδήσασθαι Ἀχαιοῖς</i>, [[συναγωνίζομαι]] μαζί τους στον αγώνα δρόμου, στο ίδ.
|lsmtext='''ἐρῐδαίνω:''' Επικ. αόρ. αʹ <i>ἐρίδηνα</i>, Μέσ., Επικ. απαρ. αορ. αʹ <i>ἐριδδήσασθαι</i> ([[ἐρίζω]])· [[φιλονικώ]], [[μαλώνω]], [[διαφωνώ]], αντιπαρατίθεμαι, σε Όμηρ.· με δοτ., <i>ἐριδαίνετον ἀλλήλοιϊν</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· και στη Μέσ., <i>ποσσὶν ἐριδήσασθαι Ἀχαιοῖς</i>, [[συναγωνίζομαι]] μαζί τους στον αγώνα δρόμου, στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐρῐδαίνω:''' <b class="num">1)</b> спорить, ссориться (τινί и [[μετά]] τινι, ἀλλήλοιϊν, περί τινος Hom.): ἐ. ἐπέεσσιν Hom. браниться; [[ἀντία]] πάντων [[ἐριδαινέμεν]] Hom. враждовать со всеми;<br /><b class="num">2)</b> соревноваться, состязаться ([[εἵνεκα]] τῆς ἀρετῆς Hom.): ἀργαλέον ποσσίν ἐρῑδήσασθαι Ἀχαιοῖς Hom. трудно ахейцам состязаться в беге (с Одиссеем).
}}
}}