ἑστίαμα: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἑστίᾱμα:''' -ατος, τό ([[ἑστιάω]]), [[φιλοξενία]], [[περιποίηση]], [[συμπόσιο]], [[συνεστίαση]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ἑστίᾱμα:''' -ατος, τό ([[ἑστιάω]]), [[φιλοξενία]], [[περιποίηση]], [[συμπόσιο]], [[συνεστίαση]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἑστίᾱμα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> пир, пиршество (τὰ Ταντάλου θεοῖσιν ἑστιάματα Eur.);<br /><b class="num">2)</b> перен. пища: ἐμπίπλασθαι ὀργὴν κακῶν ἑστιαμάτων Plat. питать злобу дурной пищей, т. е. отдаваться чувству гнева.
}}
}}