εὐκοινώνητος: Difference between revisions

2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐκοινώνητος:''' -ον ([[κοινωνέω]]), αυτός με τον οποίο εύκολα [[κάποιος]] συναλλάσεται, σε Αριστ.
|lsmtext='''εὐκοινώνητος:''' -ον ([[κοινωνέω]]), αυτός με τον οποίο εύκολα [[κάποιος]] συναλλάσεται, σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐκοινώνητος:''' с которым хорошо иметь дело, охотно оказывающий поддержку: εὐ. ἐστὶν ὁ [[ἐλευθέριος]] εἰς χρήματα Arst. щедрый в денежных делах - хороший товарищ.
}}
}}