εὐαπόβατος: Difference between revisions

2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐαπόβᾰτος:''' -ον ([[ἀποβαίνω]]), αυτός που είναι [[εύκολος]] στην [[απόβαση]], [[κατάλληλος]], [[πρόσφορος]] για [[αποβίβαση]], για [[προσεδάφιση]], σε Θουκ.
|lsmtext='''εὐαπόβᾰτος:''' -ον ([[ἀποβαίνω]]), αυτός που είναι [[εύκολος]] στην [[απόβαση]], [[κατάλληλος]], [[πρόσφορος]] για [[αποβίβαση]], για [[προσεδάφιση]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐᾰπόβᾰτος:''' удобный для высадки (νῇσος εὐαποβατωτέρα [[οὖσα]] Thuc.).
}}
}}