ἐφεκτικός: Difference between revisions

2b
(15)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ἐφεκτικός]], -ή, -όν) [[επέχω]]<br /><b>1.</b> [[επιφυλακτικός]], [[διστακτικός]], αυτός που αναβάλλει να κάνει ή να πει [[κάτι]], ο [[αναποφάσιστος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «εφεκτικοί φιλόσοφοι» — αυτοί που φρονούν ότι η [[γνώση]] [[είναι]] [[κάτι]] το ανέφικτο, αλλ. σκεπτικοί φιλόσοφοι («τῶν δὲ φιλοσόφων, οἱ μὲν γεγόνασι δογματικοί, οἱ δὲ ἐφεκτικοί<br />δογματικοὶ μέν, ὅσοι περὶ τῶν πραγμάτων ἀποφαίνονται, ὡς καταληπτῶν<br />ἐφεκτικοὶ δέ, ὅσοι ἐπέχουσι περὶ αὐτῶν, ὡς ἀκαταλήπτων», Διογ. Λαέρ.)<br /><b>μσν.</b><br />[[στυπτικός]], [[συσταλτικός]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ικανός]] να συγκρατήσει, να σταματήσει, [[συγκρατητικός]] («ἐφεκτικὸς ἀφροδισίων», Γεωπ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατασταλτικός]], [[θεραπευτικός]] («καὶ σηπεδόνων ἐφεκτικοί», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(γεωμ.)</b> <b>φρ.</b> «ἐφεκτικὸς [[τόπος]]» — ο [[ακίνητος]] [[τόπος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εφεκτικώς</i> (Α εφεκτικώς)<br />[[κατά]] εφεκτικό τρόπο, επιφυλακτικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[επέχω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ἔχω</i>)<br />το -<i>φ</i>- λόγω της δασύτητας του β' συνθετικού: <i>εφ</i>-[[εκτικός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἑκτικός]])].
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ἐφεκτικός]], -ή, -όν) [[επέχω]]<br /><b>1.</b> [[επιφυλακτικός]], [[διστακτικός]], αυτός που αναβάλλει να κάνει ή να πει [[κάτι]], ο [[αναποφάσιστος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «εφεκτικοί φιλόσοφοι» — αυτοί που φρονούν ότι η [[γνώση]] [[είναι]] [[κάτι]] το ανέφικτο, αλλ. σκεπτικοί φιλόσοφοι («τῶν δὲ φιλοσόφων, οἱ μὲν γεγόνασι δογματικοί, οἱ δὲ ἐφεκτικοί<br />δογματικοὶ μέν, ὅσοι περὶ τῶν πραγμάτων ἀποφαίνονται, ὡς καταληπτῶν<br />ἐφεκτικοὶ δέ, ὅσοι ἐπέχουσι περὶ αὐτῶν, ὡς ἀκαταλήπτων», Διογ. Λαέρ.)<br /><b>μσν.</b><br />[[στυπτικός]], [[συσταλτικός]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ικανός]] να συγκρατήσει, να σταματήσει, [[συγκρατητικός]] («ἐφεκτικὸς ἀφροδισίων», Γεωπ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατασταλτικός]], [[θεραπευτικός]] («καὶ σηπεδόνων ἐφεκτικοί», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(γεωμ.)</b> <b>φρ.</b> «ἐφεκτικὸς [[τόπος]]» — ο [[ακίνητος]] [[τόπος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εφεκτικώς</i> (Α εφεκτικώς)<br />[[κατά]] εφεκτικό τρόπο, επιφυλακτικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[επέχω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ἔχω</i>)<br />το -<i>φ</i>- λόγω της δασύτητας του β' συνθετικού: <i>εφ</i>-[[εκτικός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἑκτικός]])].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐφεκτικός:''' филос. воздерживающийся от суждений ([[ἀγωγή]] Sext.).
}}
}}