3,274,916
edits
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὔξεστος:''' Επικ. ἐΰ-ξεστος, -η, -ον ή -ος, -ον ([[ξέω]]), καλομελετημένος, καλοσχεδιασμένος, καλογυαλισμένος, [[στιλπνός]], λουστραρισμένος, λέγεται για τη [[δουλεία]] μαραγκού, σε Όμηρ. | |lsmtext='''εὔξεστος:''' Επικ. ἐΰ-ξεστος, -η, -ον ή -ος, -ον ([[ξέω]]), καλομελετημένος, καλοσχεδιασμένος, καλογυαλισμένος, [[στιλπνός]], λουστραρισμένος, λέγεται για τη [[δουλεία]] μαραγκού, σε Όμηρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὔξεστος:''' эп. ἐΰξεστος 2 и 3<br /><b class="num">1)</b> хорошо выскобленный, выструганный ([[ἀπήνη]], [[χηλός]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> тщательно отполированный ([[πύλη]] λάεσσιν ἐϋξέστοις ἀραρυῖα Anth.). | |||
}} | }} |