ζευγηλατέω: Difference between revisions

2b
(4)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ζευγηλᾰτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[οδηγώ]] [[ζεύγος]] βοδιών για το όργωμα της γης, σε Ξεν.
|lsmtext='''ζευγηλᾰτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[οδηγώ]] [[ζεύγος]] βοδιών για το όργωμα της γης, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ζευγηλᾰτέω:''' гнать пару запряженных волов, т. е. пахать (σπείρειν καὶ ζ. Xen.).
}}
}}