θαλαμηγός: Difference between revisions

2b
(16)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ό (Α [[θαλαμηγός]], -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[θαλαμηγός]] ή <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το θαλαμηγό</i><br />α) ιστιοφόρο ή μηχανοκίνητο [[πλοίο]], [[συνήθως]] ελαφρύ και σχετικά μικρό, το οποίο χρησιμοποιείται για αγώνες<br />β) πολυτελές και άνετο [[πλοίο]] με αναπαυτικούς θαλάμους («κατεσκεύασε... [[ποτάμιον]] πλοῑον, τήν θαλαμηγόν καλουμένην», Καλλίξ.)<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[πλοίο]]) αυτό που έχει θαλάμους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θάλαμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ηγός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>άγω</i>, με [[λειτουργία]] του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κυν</i>-<i>ηγός</i>, <i>στρατ</i>-<i>ηγός</i>)].
|mltxt=-ό (Α [[θαλαμηγός]], -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[θαλαμηγός]] ή <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το θαλαμηγό</i><br />α) ιστιοφόρο ή μηχανοκίνητο [[πλοίο]], [[συνήθως]] ελαφρύ και σχετικά μικρό, το οποίο χρησιμοποιείται για αγώνες<br />β) πολυτελές και άνετο [[πλοίο]] με αναπαυτικούς θαλάμους («κατεσκεύασε... [[ποτάμιον]] πλοῑον, τήν θαλαμηγόν καλουμένην», Καλλίξ.)<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[πλοίο]]) αυτό που έχει θαλάμους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θάλαμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ηγός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>άγω</i>, με [[λειτουργία]] του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κυν</i>-<i>ηγός</i>, <i>στρατ</i>-<i>ηγός</i>)].
}}
{{elru
|elrutext='''θᾰλᾰμηγός:''' ἡ (sc. [[σκάφη]]) барка с внутренними помещениями, гондола с каютами (в Египте) Diod.
}}
}}