καλλιβόας: Difference between revisions

2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καλλιβόας:''' -ου, ὁ ([[βοάω]]), αυτός που ηχεί, ακούγεται όμορφα, [[εύηχος]], σε Σοφ., Αριστοφ.
|lsmtext='''καλλιβόας:''' -ου, ὁ ([[βοάω]]), αυτός που ηχεί, ακούγεται όμορφα, [[εύηχος]], σε Σοφ., Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''καλλῐβόᾱς:''' ου adj. m красиво звучащий, певучий ([[αὐλός]] Soph., Arph.).
}}
}}