κάνναβις: Difference between revisions

2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κάννᾰβις:''' ἡ, γεν. <i>-ιος</i>, αιτ. <i>κάνναβιν</i> ή <i>καννάβιδα</i>· κάνναβη, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ο [[καπνός]] από την [[καύση]] της χρησιμοποιούνταν στα ατμόλουτρα, στον ίδ.
|lsmtext='''κάννᾰβις:''' ἡ, γεν. <i>-ιος</i>, αιτ. <i>κάνναβιν</i> ή <i>καννάβιδα</i>· κάνναβη, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ο [[καπνός]] από την [[καύση]] της χρησιμοποιούνταν στα ατμόλουτρα, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''κάννᾰβις:''' εως, ион. ιος ἡ<br /><b class="num">1)</b> пенька Her.;<br /><b class="num">2)</b> пеньковая пакля Her.;<br /><b class="num">3)</b> (acc. καννάβιδα) пеньковая одежда Her.
}}
}}