καταθνητός: Difference between revisions

2b
(nl)
(2b)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=καταθνητός -ή -όν [καταθνῄσκω] sterfelijk.
|elnltext=καταθνητός -ή -όν [καταθνῄσκω] sterfelijk.
}}
{{elru
|elrutext='''καταθνητός:''' подвластный смерти, смертный (ἄνθρωποι Hom.; γυναῖκες HH).
}}
}}