καταδίκη: Difference between revisions

2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταδίκη:''' [ῐ], ἡ, [[καταδίκη]]· χρηματική [[ποινή]], [[αποζημίωση]], σε Θουκ.
|lsmtext='''καταδίκη:''' [ῐ], ἡ, [[καταδίκη]]· χρηματική [[ποινή]], [[αποζημίωση]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''καταδίκη:''' (ῐ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> обвинительный приговор, осуждение: πρὸς καταδίκας ἐκπεπτωκότες Polyb. изгнанные на основании судебных решений;<br /><b class="num">2)</b> наказание, кара, штраф (ἡ κ. δισχίλιαι μναῖ [[ἦσαν]] Thuc.; κ. [[βαρεῖα]] Luc.).
}}
}}