καταριθμέω: Difference between revisions

2b
(5)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατᾰριθμέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[μετρώ]] ή [[υπολογίζω]] [[ανάμεσα]] σε άλλα, σε Ευρ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[διηγούμαι]] με [[λεπτομέρεια]], σε Πλάτ. — Μέσ., [[θεωρώ]], [[λογαριάζω]], στον ίδ.
|lsmtext='''κατᾰριθμέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[μετρώ]] ή [[υπολογίζω]] [[ανάμεσα]] σε άλλα, σε Ευρ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[διηγούμαι]] με [[λεπτομέρεια]], σε Πλάτ. — Μέσ., [[θεωρώ]], [[λογαριάζω]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''κατᾰριθμέω:''' <b class="num">1)</b> считать, сосчитывать: κ. εἰς τὰ [[δέκα]] Arst. считать десятками;<br /><b class="num">2)</b> med. пересчитывать (по одиночке), перечислять (τὰς πράξεις τινός Isocr.; τὰς μάχας Plut.);<br /><b class="num">3)</b> тж. med. причислять, относить (τινα [[μετά]] τινων Eur., Arst.; τινα ἔν τισι Plat.; κατηριθμημένος σὺν [[ἡμῖν]] NT): τὶ ἐν ἀδικήματι καταριθμεῖσθαι Polyb. считать что-л. несправедливостью; εὐδαιμονέστατον καταριθμεῖσθαί τινα Plat. считать кого-л. величайшим счастливцем.
}}
}}