3,278,182
edits
(5) |
(2b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κατασκευάζω:''' μέλ. <i>-σκευάσω</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[εξοπλίζω]] ή [[εφοδιάζω]] πλήρως, σε Δημ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ξεν. — Παθ., <i>σκηνὴ χρυσῷ κατεσκευασμένη</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[ετοιμάζω]], φτιάχνω, [[δημιουργώ]], στον ίδ., σε Πλάτ. κ.λπ.· απ' όπου, [[προετοιμάζω]], [[ρυθμίζω]], [[τακτοποιώ]], <i>δημοκρατίαν</i>, σε Ξεν.· [[συμπόσιον]], σε Πλάτ. κ.λπ. — Μέσ., [[ετοιμάζω]] για τον εαυτό μου, [[ιδίως]], [[ανοικοδομώ]] [[οικία]] και την [[εξοπλίζω]], σε Θουκ.· [[συσκευάζω]], επίσης αντίθ. προς το <i>ἀνασκευάζεσθαι</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για δόλιες συναλλαγές, απατηλές ενέργειες, [[παρασκευάζω]], [[επινοώ]], στον ίδ. κ.λπ.· λέγεται για πρόσωπα, [[δωροδοκώ]], [[εξαγοράζω]], σε Αριστ. <b>4. α)</b> [[καθιστώ]] τέτοιου είδους, με δεύτερη αιτ., <i>εἰ μὴ Γοργίαν Νέστορά τινα κατασκευάζεις</i>, [[εκτός]] και αν καταστήσει το Γοργία ένα είδος Νέστορα, σε Πλάτ.· <b>β)</b> επίσης, αναπαριστώ ως τέτοιο, <i>κ. τινὰ πάροινον</i>, σε Δημ.<br /><b class="num">5.</b> στους Λογικούς, <b>α)</b> «[[οικοδομώ]]» ένα [[επιχείρημα]], σε Αριστ. <b>β)</b> απόλ. στη Μέσ., [[καθιστώ]] έτοιμο να πράξει, <i>ὡς πολεμήσοντες</i>, σε Θουκ.· <i>ὡς οἰκήσων</i>, σε Ξεν. | |lsmtext='''κατασκευάζω:''' μέλ. <i>-σκευάσω</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[εξοπλίζω]] ή [[εφοδιάζω]] πλήρως, σε Δημ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ξεν. — Παθ., <i>σκηνὴ χρυσῷ κατεσκευασμένη</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[ετοιμάζω]], φτιάχνω, [[δημιουργώ]], στον ίδ., σε Πλάτ. κ.λπ.· απ' όπου, [[προετοιμάζω]], [[ρυθμίζω]], [[τακτοποιώ]], <i>δημοκρατίαν</i>, σε Ξεν.· [[συμπόσιον]], σε Πλάτ. κ.λπ. — Μέσ., [[ετοιμάζω]] για τον εαυτό μου, [[ιδίως]], [[ανοικοδομώ]] [[οικία]] και την [[εξοπλίζω]], σε Θουκ.· [[συσκευάζω]], επίσης αντίθ. προς το <i>ἀνασκευάζεσθαι</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για δόλιες συναλλαγές, απατηλές ενέργειες, [[παρασκευάζω]], [[επινοώ]], στον ίδ. κ.λπ.· λέγεται για πρόσωπα, [[δωροδοκώ]], [[εξαγοράζω]], σε Αριστ. <b>4. α)</b> [[καθιστώ]] τέτοιου είδους, με δεύτερη αιτ., <i>εἰ μὴ Γοργίαν Νέστορά τινα κατασκευάζεις</i>, [[εκτός]] και αν καταστήσει το Γοργία ένα είδος Νέστορα, σε Πλάτ.· <b>β)</b> επίσης, αναπαριστώ ως τέτοιο, <i>κ. τινὰ πάροινον</i>, σε Δημ.<br /><b class="num">5.</b> στους Λογικούς, <b>α)</b> «[[οικοδομώ]]» ένα [[επιχείρημα]], σε Αριστ. <b>β)</b> απόλ. στη Μέσ., [[καθιστώ]] έτοιμο να πράξει, <i>ὡς πολεμήσοντες</i>, σε Θουκ.· <i>ὡς οἰκήσων</i>, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατασκευάζω:''' тж. med.<br /><b class="num">1)</b> снаряжать, оснащать (τὸ [[πλοῖον]] πᾶσι Dem.; τριήρεις ἐπὶ τὸν πόλεμον Plut.);<br /><b class="num">2)</b> снабжать, украшать (σκηνὴ χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳ κατεσκευασμένη Her.; ἵππους χαλκοῖς προβλήμασι Xen.): ἱρὸν ἀναθήμασι κατεσκευασμένον Her. храм, богатый подношениями;<br /><b class="num">3)</b> снабжать средствами защиты, укреплять (τὴν Ἄντανδρον Thuc.);<br /><b class="num">4)</b> снаряжать, собирать (в дорогу), готовить (τινὰ ἐπὶ στρατιάν Xen.; κατασκευάζεσθαι ναυμαχίαν Thuc.);<br /><b class="num">5)</b> (тж. κ. τοῖς σκεύεσιν Diog. L.) оборудовать, обставлять (οἶκον [[πρεπόντως]] Arst.; οἰκίαν Diog. L.);<br /><b class="num">6)</b> готовить, седлать или навьючивать (τοὺς ὄνους Her.);<br /><b class="num">7)</b> воздвигать, сооружать, строить (γέφυραν Her.; ἱερὰ καὶ βωμούς Plat.);<br /><b class="num">8)</b> перен. строить, создавать (ἕτερόν τι [[γένος]] ἀριθμῶν, ἰδέας Arst.): τὸ ἀνασκευάζειν ἐστὶ τοῦ κ. [[ῥᾷον]] Arst. легче отвергнуть (доказательство), чем построить;<br /><b class="num">9)</b> приводить в порядок, благоустраивать (χώραν Xen.; πόλιν, γυμνάσια Plat.; τὴν ὁδόν τινος NT);<br /><b class="num">10)</b> устанавливать, учреждать, вводить (δημοκρατίαν Xen., Arst., Plut.; ἰσότητα τῆς οὐσίας Plat.; τὸ [[ἀρχεῖον]] ἐν ταῖς ὁλιγαρχίαις Arst.);<br /><b class="num">11)</b> назначать, ставить (τύραννον, ἡγεμόνα ἐν ἑκάστῃ ποίμνῃ Arst.);<br /><b class="num">12)</b> устраивать ([[συμπόσιον]], [[συνέδριον]] Plat.): κατασκευάσασθαι πρόσοδον οὐ μικράν Dem. обеспечить себе немалый доход;<br /><b class="num">13)</b> воспитывать, обучать, готовить (τοὺς ἵππους εἰς ἱππέας Xen.; λαὸς κατεσκευασμένος NT): ἀριστερὰ δεξιῶν ἀσθενέστερα κ. Plat. развивать левые руки слабее, чем правые;<br /><b class="num">14)</b> делать (кого-л. кем-л. или что-л. чем-л.) (Γοργίαν Νέστορά τινα κ. Plat.): κ. τι ἐπισφαλέστερον Dem. ослаблять что-л.; κατασκευάσαι πρὸς ἑαυτὸν εὖ τὸν ἀκροατήν Arst. располагать слушателя в свою пользу;<br /><b class="num">15)</b> придумывать, выдумывать (πρόφασιν Xen.; [[χρέα]] [[ψευδῆ]], γραφήν Dem.);<br /><b class="num">16)</b> подговаривать или подкупать (κατασκευαστοὶ [[ἄνδρες]] Arst.). | |||
}} | }} |