Anonymous

κατατυγχάνω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(nl)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κατα-τυγχάνω succes hebben.
|elnltext=κατα-τυγχάνω succes hebben.
}}
{{elru
|elrutext='''κατατυγχάνω:''' (fut. κατατεύξομαι, aor. 2 κατετυχον) преуспевать, иметь успех (τῆς στρατείας Diod.; τῆς φιλοσοφίας, ταῖς προαγορεύσεσι, ἐν ταῖς θεραπείαις Plut.): τὴν (τῆς πόλεως) θέσιν εὔχεσθαι [[δεῖ]] κατατυγχάνειν πρὸς τέτταρα βλέποντας Arst. желательно, чтобы положение города было удачно в четырех отношениях.
}}
}}