κατόρθωμα: Difference between revisions

2b
(nl)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κατόρθωμα -ατος, τό [κατορθόω] succes.
|elnltext=κατόρθωμα -ατος, τό [κατορθόω] succes.
}}
{{elru
|elrutext='''κατόρθωμα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> успех (τὸ [[ἄνευ]] τοῦ λόγου γινόμενα κατορθώματά ἐστιν Arst.; ἡ ἐκ τῶν κατορθωμάτων [[χαρά]] Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> честный поступок, доброе дело (τὰ ἀνθρώπινα ἁμαρτήματα καὶ κατορθώματα Sext.).
}}
}}