κατευτυχέω: Difference between revisions

2b
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατευτῠχέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ευημερώ]], [[ευτυχώ]] αρκετά, σε Πλούτ.
|lsmtext='''κατευτῠχέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ευημερώ]], [[ευτυχώ]] αρκετά, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''κατευτῠχέω:''' иметь удачу, преуспевать: τούτων κατευτυχηθέντων Diod. когда это благополучно закончилось; ὁ στρατηγὸς κατευτύχησε Plut. полководец вышел победителем.
}}
}}