κέντασε: Difference between revisions

2b
(5)
 
(2b)
Line 1: Line 1:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κέντᾱσε:''' Δωρ. και ποιητ. γʹ ενικ. αορ. του [[κεντέω]].
|lsmtext='''κέντᾱσε:''' Δωρ. και ποιητ. γʹ ενικ. αορ. του [[κεντέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''κέντᾱσε:''' дор. 3 л. sing. aor. к [[κεντέω]].
}}
}}