κιόκρανον: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κῑόκρᾱνον:''' τό ([[κίων]], [[κράνιον]]), [[κιονόκρανο]], «κολονοκέφαλο», σε Ξεν.
|lsmtext='''κῑόκρᾱνον:''' τό ([[κίων]], [[κράνιον]]), [[κιονόκρανο]], «κολονοκέφαλο», σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''κῑόκρᾱνον:''' Diod. κῑονόκρανον τό капитель колонны Xen.
}}
}}