κολοιώδης: Difference between revisions

3
(21)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κολοιώδης]], -ῶδες (Α) [[κολοιός]]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με [[καλοιακούδα]]<br /><b>2.</b> αυτός που κάνει [[συντροφιά]] με τους ομοίους του («[[ζῷον]] οὐκ ἀγε<br />λαῑόν ἐστιν οὐδὲ κολοιῶδες», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=[[κολοιώδης]], -ῶδες (Α) [[κολοιός]]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με [[καλοιακούδα]]<br /><b>2.</b> αυτός που κάνει [[συντροφιά]] με τους ομοίους του («[[ζῷον]] οὐκ ἀγε<br />λαῑόν ἐστιν οὐδὲ κολοιῶδες», <b>Πλούτ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''κολοιώδης:''' напоминающий галок, галочий ([[φιλία]] Plut.).
}}
}}