κολλάω: Difference between revisions

1,165 bytes added ,  31 December 2018
3
(5)
(3)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κολλάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[κόλλα]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κολλώ]], [[ενώνω]], [[στερεώνω]], σε Αριστοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[ενώνω]] το ένα [[μέταλλο]] με το [[άλλο]], <i>κ. χρυσὸν ἐλέφαντά τε</i>, δηλ. φτιάχνω [[στέμμα]] διακοσμημένο με [[χρυσάφι]] και [[ελεφαντόδοντο]], σε Πίνδ.<br /><b class="num">II.</b> γενικά, [[ενώνω]], [[δένω]] [[στενά]] [[μεταξύ]] τους — Παθ., προσκολλώμαι σε, <i>κεκόλληται πρὸς ἄτᾳ</i>, είναι αναπόσπαστα συνδεμένο με τη [[δυστυχία]], σε Αισχύλ.· ομοίως, λέγεται για πρόσωπα, <i>κ. τινι</i>, προσκολλώμαι σε κάποιον, σε Καινή Διαθήκη· λέγεται και για πράγματα, <i>ὁ κονιορτὸς ὁ κολληθείς τινι</i>, στο ίδ.<br /><b class="num">III.</b> [[ενώνω]] [[μεταξύ]] τους, [[συναρμόζω]], [[συνάπτω]], [[χτίζω]], σε Πίνδ.
|lsmtext='''κολλάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[κόλλα]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κολλώ]], [[ενώνω]], [[στερεώνω]], σε Αριστοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[ενώνω]] το ένα [[μέταλλο]] με το [[άλλο]], <i>κ. χρυσὸν ἐλέφαντά τε</i>, δηλ. φτιάχνω [[στέμμα]] διακοσμημένο με [[χρυσάφι]] και [[ελεφαντόδοντο]], σε Πίνδ.<br /><b class="num">II.</b> γενικά, [[ενώνω]], [[δένω]] [[στενά]] [[μεταξύ]] τους — Παθ., προσκολλώμαι σε, <i>κεκόλληται πρὸς ἄτᾳ</i>, είναι αναπόσπαστα συνδεμένο με τη [[δυστυχία]], σε Αισχύλ.· ομοίως, λέγεται για πρόσωπα, <i>κ. τινι</i>, προσκολλώμαι σε κάποιον, σε Καινή Διαθήκη· λέγεται και για πράγματα, <i>ὁ κονιορτὸς ὁ κολληθείς τινι</i>, στο ίδ.<br /><b class="num">III.</b> [[ενώνω]] [[μεταξύ]] τους, [[συναρμόζω]], [[συνάπτω]], [[χτίζω]], σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''κολλάω:''' <b class="num">1)</b> приклеивать, прикреплять (τι πρός или περί τι Plat.): χαλκὸν ἐπ᾽ ἀνέρι κ. Arst. ставить человеку медные банки; pass. прилепляться, прилипать (κονιορτὸς κολληθείς τινι, перен. τῇ γυναικὶ [[αὑτοῦ]] NT);<br /><b class="num">2)</b> склеивать (γομφοῦν καὶ κ. τι Arph.);<br /><b class="num">3)</b> сплавлять, сваривать, спаивать ([[σίδηρος]] κολλώμενος Plut.);<br /><b class="num">4)</b> покрывать насечками, инкрустировать (χρυσὸν ἐλέφαντά τε Pind.);<br /><b class="num">5)</b> перен. скреплять, связывать воедино (πάντα ἤθη Plat.): κεκόλληται [[γένος]] πρὸς ἄτᾳ Aesch. род (Атридов) неразрывно связан с несчастьем;<br /><b class="num">6)</b> pass. присоединяться, подходить вплотную (τῷ ἅρματι NT).
}}
}}