κόμιστρον: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κόμιστρον:''' τό ([[κομίζω]]), στον πληθ. όπως το [[σῶστρα]],<br /><b class="num">I.</b> [[πληρωμή]] ή [[αμοιβή]] για [[διάσωση]] ζωής, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[αμοιβή]] μεταφοράς, σε Ευρ.
|lsmtext='''κόμιστρον:''' τό ([[κομίζω]]), στον πληθ. όπως το [[σῶστρα]],<br /><b class="num">I.</b> [[πληρωμή]] ή [[αμοιβή]] για [[διάσωση]] ζωής, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[αμοιβή]] μεταφοράς, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''κόμιστρον:''' τό (только pl.)<br /><b class="num">1)</b> награда за доставку ([[κυνός]] = Κερβέρου Eur.);<br /><b class="num">2)</b> награда за спасение (ψυχῆς Aesch.).
}}
}}