κῶας: Difference between revisions

247 bytes added ,  31 December 2018
3
(5)
(3)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κῶας:''' τό, ανώμ. πληθ. [[κώεα]], δοτ. <i>κώεσι</i>, [[δέρμα]] προβάτου που χρησιμοποιούνταν ως [[στρωσίδι]] κρεβατιού, σε Όμηρ., Ηρόδ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''κῶας:''' τό, ανώμ. πληθ. [[κώεα]], δοτ. <i>κώεσι</i>, [[δέρμα]] προβάτου που χρησιμοποιούνταν ως [[στρωσίδι]] κρεβατιού, σε Όμηρ., Ηρόδ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''κῶας:''' τό (тж. κ. [[ὄϊος]] Hom.) (pl. [[κώεα]], dat. pl. κώεσι) овечья шкура, овчина Hom. etc.: τὸ χρύσειον κ. Pind., Theocr. и τὸ κ. Her. золотое руно.
}}
}}