λαθραῖος: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λαθραῖος:''' -ον, [[μυστικός]], [[κρυφός]], [[απόκρυφος]], σε Αισχύλ., Σοφ.· [[λαθραῖος]] [[ὠδίς]], αυτός που γεννήθηκε [[κρυφά]], σε Ευρ.· επίρρ., [[λαθραίως]], σε Αισχύλ., κ.λπ.
|lsmtext='''λαθραῖος:''' -ον, [[μυστικός]], [[κρυφός]], [[απόκρυφος]], σε Αισχύλ., Σοφ.· [[λαθραῖος]] [[ὠδίς]], αυτός που γεννήθηκε [[κρυφά]], σε Ευρ.· επίρρ., [[λαθραίως]], σε Αισχύλ., κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''λαθραῖος:''' и<br /><b class="num">1)</b> спрятанный, укрытый (ὑφ᾽ εἵμασι [[ξίφη]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> тайный, сокрытый ([[ὠδίς]] Eur.); втайне подготовляемый ([[ἄτη]] Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> скрытный ([[γένος]] Plat.).
}}
}}