λευκός: Difference between revisions

1,436 bytes added ,  31 December 2018
3
(5)
(3)
Line 39: Line 39:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λευκός:''' -ή, -όν (από √<i>ΛΥΚ</i>)·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[φωτεινός]], [[λαμπρός]], [[καθαρός]], λέγεται για το φως του ήλιου, σε Όμηρ., Σοφ.· λέγεται και για μεταλλικές επιφάνειες, [[λέβης]], σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, λευκὴ [[γαλήνη]], [[γαλήνη]] εύθραστη σαν [[γυαλί]], σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για το [[νερό]], γενικά, λαμπρό, διαυγές, διαφανές, σε Όμηρ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[καθαρός]], [[απλός]], [[σαφής]], [[ευκρινής]], [[αντιληπτός]], λέγεται για συγγραφείς, σε Ανθ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για το [[χρώμα]], [[λευκός]], [[άσπρος]], σε Όμηρ. κ.λπ.· λευκὸν [[ἅρμα]] = λεύκιππον, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> χρησιμ. για την ανθρώπινη [[επιδερμίδα]], [[λευκή]], απαλή και ωραία, σε Όμηρ., Τραγ.· επίσης, με τη [[σημασία]] της απογύμνωσης, [[πούς]], σε Ευρ., πρβλ. [[λευκόπους]]· [[έπειτα]] σαν [[σημάδι]] θηλυπρέπειας, [[κατάλευκος]], [[ωχρός]], [[χλωμός]], [[ασθενής]], σε Αριστοφ., Ξεν.· <i>λευκαὶ [[φρένες]]</i>, σε Πίνδ., πιθ., μανιασμένες, εξοργισμένες.<br /><b class="num">3.</b> λευκὸς [[χρυσός]], [[ωχρός]] [[χρυσός]], [[χρυσός]] σε [[κράμα]] (όχι [[καθαρός]]), δηλ. [[χρυσός]] αναμεμειγμένος με [[ασήμι]] (πιθ. το ίδιο με το [[ἤλεκτρον]]), αντίθ. προς το χρυσὸς [[ἄπεφθος]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">4.</b> λευκὸν [[ἦμαρ]] νυκτὸς ἐκ μελαγχίμου, [[ημέρα]] χαράς [[μετά]] από [[νύχτα]] πένθους, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''λευκός:''' -ή, -όν (από √<i>ΛΥΚ</i>)·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[φωτεινός]], [[λαμπρός]], [[καθαρός]], λέγεται για το φως του ήλιου, σε Όμηρ., Σοφ.· λέγεται και για μεταλλικές επιφάνειες, [[λέβης]], σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, λευκὴ [[γαλήνη]], [[γαλήνη]] εύθραστη σαν [[γυαλί]], σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για το [[νερό]], γενικά, λαμπρό, διαυγές, διαφανές, σε Όμηρ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[καθαρός]], [[απλός]], [[σαφής]], [[ευκρινής]], [[αντιληπτός]], λέγεται για συγγραφείς, σε Ανθ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για το [[χρώμα]], [[λευκός]], [[άσπρος]], σε Όμηρ. κ.λπ.· λευκὸν [[ἅρμα]] = λεύκιππον, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> χρησιμ. για την ανθρώπινη [[επιδερμίδα]], [[λευκή]], απαλή και ωραία, σε Όμηρ., Τραγ.· επίσης, με τη [[σημασία]] της απογύμνωσης, [[πούς]], σε Ευρ., πρβλ. [[λευκόπους]]· [[έπειτα]] σαν [[σημάδι]] θηλυπρέπειας, [[κατάλευκος]], [[ωχρός]], [[χλωμός]], [[ασθενής]], σε Αριστοφ., Ξεν.· <i>λευκαὶ [[φρένες]]</i>, σε Πίνδ., πιθ., μανιασμένες, εξοργισμένες.<br /><b class="num">3.</b> λευκὸς [[χρυσός]], [[ωχρός]] [[χρυσός]], [[χρυσός]] σε [[κράμα]] (όχι [[καθαρός]]), δηλ. [[χρυσός]] αναμεμειγμένος με [[ασήμι]] (πιθ. το ίδιο με το [[ἤλεκτρον]]), αντίθ. προς το χρυσὸς [[ἄπεφθος]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">4.</b> λευκὸν [[ἦμαρ]] νυκτὸς ἐκ μελαγχίμου, [[ημέρα]] χαράς [[μετά]] από [[νύχτα]] πένθους, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''λευκός:''' <b class="num">1)</b> светлый, яркий, ясный, сияющий ([[ἠέλιος]] Hom.; [[φάος]] Soph.; [[αἰθήρ]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> блестящий, сверкающий ([[λέβης]] Hom.);<br /><b class="num">3)</b> светлый, прозрачный ([[ὕδωρ]] Hom.; [[νᾶμα]] Eur.);<br /><b class="num">4)</b> ясный, чистый ([[φωνή]] Arst.);<br /><b class="num">5)</b> ясный, понятный ([[στίχος]] Anth.);<br /><b class="num">6)</b> белый ([[γάλα]], [[ἀρνός]], ὀδόντες Hom.; [[χρῶμα]] Arst.);<br /><b class="num">7)</b> белый, седой ([[θρίξ]] Soph.);<br /><b class="num">8)</b> седовласый ([[γῆρας]] Soph.);<br /><b class="num">9)</b> белый, т. е. сплавленный с серебром ([[χρυσός]] Her.);<br /><b class="num">10)</b> запряженный белыми конями ([[ἅρμα]] Eur.);<br /><b class="num">11)</b> обнаженный, босой ([[πούς]] Eur.);<br /><b class="num">12)</b> светлый, счастливый ([[ἦμαρ]] Aesch.);<br /><b class="num">13)</b> бледный или дряхлый (σώματα Eur.);<br /><b class="num">14)</b> слабый, бессильный (φρένες Eur.). - см. тж. [[λεύκη]], [[λευκή]], [[λευκά]] и [[λευκόν]].
}}
}}