λῃστρικός: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῃστρικός:''' -ή, -όν, = [[λῃστικός]], [[πειρατικός]], σε Θουκ., κ.λπ.
|lsmtext='''λῃστρικός:''' -ή, -όν, = [[λῃστικός]], [[πειρατικός]], σε Θουκ., κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''λῃστρικός:''' разбойничий, пиратский ([[τριακόντορος]] Thuc.; [[σκάφη]] Diod.); разбойничий, разбойный ([[βίος]] Arst.).
}}
}}