3,277,649
edits
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λοξοτρόχις:''' ἡ ([[τρέχω]]), αυτή που τρέχει λοξά, που τρέχει πλάγια (λέγεται για την [[ηρωίδα]] [[Κασσάνδρα]] του ομώνυμου ποιήματος του Λυκόφρονα), σε Ανθ. | |lsmtext='''λοξοτρόχις:''' ἡ ([[τρέχω]]), αυτή που τρέχει λοξά, που τρέχει πλάγια (λέγεται για την [[ηρωίδα]] [[Κασσάνδρα]] του ομώνυμου ποιήματος του Λυκόφρονα), σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λοξοτρόχις:''' ῐδος adj. идущий кривыми путями, т. е. вещающий туманно и неясно ([[ἄγγελος]], sc. [[Κασσάνδρα]] Anth.). | |||
}} | }} |