Μεγάβυζος: Difference between revisions
From LSJ
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
(24) |
(3) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[Μεγάβυζος]] και [[Μεγάβυξος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> περσικό κύριο όνομα («τοῡ Μεγαβύζου παιδὶ Ζωπύρῳ», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τίτλος]] στρατηγών και ιερέων («ἱερέας δ'... εἶχον οὕς ἐκάλουν Μεγαβύζους», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Περσικό κύριο όνομα που αργότερα έγινε [[τίτλος]] στρατηγών και ιερέων (<i>Bagabukhša</i> «ο από θεού ελευθερωθείς»)]. | |mltxt=[[Μεγάβυζος]] και [[Μεγάβυξος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> περσικό κύριο όνομα («τοῡ Μεγαβύζου παιδὶ Ζωπύρῳ», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τίτλος]] στρατηγών και ιερέων («ἱερέας δ'... εἶχον οὕς ἐκάλουν Μεγαβύζους», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Περσικό κύριο όνομα που αργότερα έγινε [[τίτλος]] στρατηγών και ιερέων (<i>Bagabukhša</i> «ο από θεού ελευθερωθείς»)]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Μεγάβυζος:''' ὁ Мегабиз<br /><b class="num">1)</b> персидский наместник в Аравии Xen.;<br /><b class="num">2)</b> неокор, т. е. смотритель храма Артемиды Эфесской Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:46, 31 December 2018
Greek Monolingual
Μεγάβυζος και Μεγάβυξος, ὁ (Α)
1. περσικό κύριο όνομα («τοῡ Μεγαβύζου παιδὶ Ζωπύρῳ», Ηρόδ.)
2. τίτλος στρατηγών και ιερέων («ἱερέας δ'... εἶχον οὕς ἐκάλουν Μεγαβύζους», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Περσικό κύριο όνομα που αργότερα έγινε τίτλος στρατηγών και ιερέων (Bagabukhša «ο από θεού ελευθερωθείς»)].
Russian (Dvoretsky)
Μεγάβυζος: ὁ Мегабиз
1) персидский наместник в Аравии Xen.;
2) неокор, т. е. смотритель храма Артемиды Эфесской Xen.