μεγαλήνωρ: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεγᾰλήνωρ:''' -ορος, ὁ, ἡ ([[ἀνήρ]]), [[πολύ]] [[ανδρείος]], ηρωϊκός, με [[αυτοπεποίθηση]], [[υπεροπτικός]], σε Πίνδ.
|lsmtext='''μεγᾰλήνωρ:''' -ορος, ὁ, ἡ ([[ἀνήρ]]), [[πολύ]] [[ανδρείος]], ηρωϊκός, με [[αυτοπεποίθηση]], [[υπεροπτικός]], σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεγᾰλήνωρ:''' дор. μεγᾰλάνωρ, ορος (ᾱν) adj.<br /><b class="num">1)</b> дающий уверенность в себе, внушающий бодрость ([[ἁσυχία]] Pind.);<br /><b class="num">2)</b> высокомерный, надменный Pind.
}}
}}