μελίκηρον: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μελίκηρον:''' τό, [[κερί]] μέλισσας, [[κηρήθρα]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''μελίκηρον:''' τό, [[κερί]] μέλισσας, [[κηρήθρα]], σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''μελίκηρον:''' (ῐ) τό пчелиные соты Theocr., Plut.
}}
}}