μέλος: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μέλος:''' -εος, τό,<br /><b class="num">I.</b> [[μέρος]] του σώματος ανθρώπου ή ζώου, σε Όμηρ. κ.λπ.· μελέων [[ἔντοσθε]], στο εσωτερικό του σώματός μου, σε Αισχύλ.· <i>κατὰμέλεα</i>, [[κομμάτι]]-[[κομμάτι]], όπως το [[μελεϊστί]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[τραγούδι]], [[μελωδία]], [[μουσικός]] [[τόνος]], σε Ομηρ. Ύμν. κ.λπ.· [[ιδίως]], λέγεται για τη λυρική [[ποίηση]], <i>ἐν μέλεϊ ποιέειν</i>, [[συνθέτω]] σε λυρικό μουσικό [[ιδίωμα]], σε Ηρόδ.· [[μέλη]], <i>τά</i>, λυρική [[ποίηση]], χορικά (χορωδιακά) τραγούδια, σε αντίθ. προς τα διαλογικά μέρη, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> το μουσικό ύφος προς το οποίο είναι προσαρμοσμένο ένα [[τραγούδι]], [[μουσικός]] [[τόνος]], στον ίδ.· ἐν [[μέλει]], σύμφωνα με τον μουσικό τόνο, στον ίδ.· παρὰ [[μέλος]], [[εκτός]] μουσικού τόνου, παράφωνα, στον ίδ.
|lsmtext='''μέλος:''' -εος, τό,<br /><b class="num">I.</b> [[μέρος]] του σώματος ανθρώπου ή ζώου, σε Όμηρ. κ.λπ.· μελέων [[ἔντοσθε]], στο εσωτερικό του σώματός μου, σε Αισχύλ.· <i>κατὰμέλεα</i>, [[κομμάτι]]-[[κομμάτι]], όπως το [[μελεϊστί]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[τραγούδι]], [[μελωδία]], [[μουσικός]] [[τόνος]], σε Ομηρ. Ύμν. κ.λπ.· [[ιδίως]], λέγεται για τη λυρική [[ποίηση]], <i>ἐν μέλεϊ ποιέειν</i>, [[συνθέτω]] σε λυρικό μουσικό [[ιδίωμα]], σε Ηρόδ.· [[μέλη]], <i>τά</i>, λυρική [[ποίηση]], χορικά (χορωδιακά) τραγούδια, σε αντίθ. προς τα διαλογικά μέρη, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> το μουσικό ύφος προς το οποίο είναι προσαρμοσμένο ένα [[τραγούδι]], [[μουσικός]] [[τόνος]], στον ίδ.· ἐν [[μέλει]], σύμφωνα με τον μουσικό τόνο, στον ίδ.· παρὰ [[μέλος]], [[εκτός]] μουσικού τόνου, παράφωνα, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''μέλος:''' εος τό преимущ. pl. член, часть тела (τοῦ ζῴου μέρη καὶ [[μέλη]] Plat.; ἐν ἑνὶ σώματι [[μέλη]] [[πολλά]] NT): κατὰ μέλεα Her. на (отдельные) члены; ἀσθενῶ [[μέλη]] Eur. я ослабел телом.<br />εος τό<br /><b class="num">1)</b> песня, поэма, лирическое произведение ([[καλλίνικον]] Pind.; τὸ μ. ἐκ τριῶν ἐστι συγκείμενον λόγου τε καὶ ἁρμονίας καὶ ῥυθμοῦ Plat.): ἐν μέλεϊ ποιέειν τι Her. воспеть что-л.; τὰ [[μέλη]] Plat. лирическая поэзия;<br /><b class="num">2)</b> напев, мелодия: ἐν [[μέλει]] Plat. в лад, стройно; παρὰ μ. Plat., Arst. нестройно, перен. невпопад, некстати.
}}
}}