μεθέπω: Difference between revisions

1,228 bytes added ,  1 January 2019
3
(5)
(3)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεθέπω:''' παρατ. <i>μεθεῖπον</i>, Επικ. <i>-επον</i>, μέλ. <i>-έψω</i>, αόρ. βʹ <i>μετ-έσπον</i>, απαρ. <i>μετασπεῖν</i>, μτχ. <i>-σπών</i>, Μέσ. -[[σπόμενος]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ακολουθώ]], [[παρακολουθώ]], [[ακολουθώ]] από κοντά, σε Όμηρ.· ομοίως στη Μέσ., [[μετασπόμενος]], σε Ομήρ. Ιλ.· με δοτ., <i>μεθέψομαί σοι</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[παρακολουθώ]] με τα μάτια, [[αναζητώ]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">3.</b> [[επισκέπτομαι]], <i>[[νέον]] μεθέπεις;</i> [[τώρα]] ήλθες να μας επισκεφθείς; σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">4.</b> μεταφ., [[καταδιώκω]], έχω στραμμένη την [[προσοχή]] μου, σε Πίνδ.· [[ἄχθος]] μεθέπων, [[κουβαλώ]] ένα δυσβάστακτο [[βάρος]], στον ίδ.· ΙI. μτβ. με [[διπλή]] αιτ., <i>Τυδεΐδην μέθεπε ἵππους</i>, έστρεψε τα άλογα στην [[καταδίωξη]] του Τυδεΐδη, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''μεθέπω:''' παρατ. <i>μεθεῖπον</i>, Επικ. <i>-επον</i>, μέλ. <i>-έψω</i>, αόρ. βʹ <i>μετ-έσπον</i>, απαρ. <i>μετασπεῖν</i>, μτχ. <i>-σπών</i>, Μέσ. -[[σπόμενος]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ακολουθώ]], [[παρακολουθώ]], [[ακολουθώ]] από κοντά, σε Όμηρ.· ομοίως στη Μέσ., [[μετασπόμενος]], σε Ομήρ. Ιλ.· με δοτ., <i>μεθέψομαί σοι</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[παρακολουθώ]] με τα μάτια, [[αναζητώ]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">3.</b> [[επισκέπτομαι]], <i>[[νέον]] μεθέπεις;</i> [[τώρα]] ήλθες να μας επισκεφθείς; σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">4.</b> μεταφ., [[καταδιώκω]], έχω στραμμένη την [[προσοχή]] μου, σε Πίνδ.· [[ἄχθος]] μεθέπων, [[κουβαλώ]] ένα δυσβάστακτο [[βάρος]], στον ίδ.· ΙI. μτβ. με [[διπλή]] αιτ., <i>Τυδεΐδην μέθεπε ἵππους</i>, έστρεψε τα άλογα στην [[καταδίωξη]] του Τυδεΐδη, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεθέπω:''' (impf. μεθεῖπον - эп. μέθεπον, aor. 2 [[μετέσπον]], inf. [[μετασπεῖν]], part. [[μετασπών]], med. aor. 2 μετεσπόμην) тж. med.<br /><b class="num">1)</b> следовать (по пятам) (ποσσὶ κραιπνοῖσι Hom.);<br /><b class="num">2)</b> преследовать, aor. настигнуть (ἀπιόντα [[μετασπόμενος]] [[βάλε]] [[δουρί]] Hom.);<br /><b class="num">3)</b> перен. следовать (примеру, словам), слушаться: οὔ σοι μὴ μεθέψομαί ποτε Soph. я отнюдь не последую твоим указаниям;<br /><b class="num">4)</b> посещать: [[νέον]] μεθέπεις; Hom. ты впервые приходишь (сюда)?;<br /><b class="num">5)</b> погонять: Τυδείδην μέθεπεν ἵππους Hom. он погнал коней на Тидида;<br /><b class="num">6)</b> искать (глазами) (ἡνίοχον Hom.);<br /><b class="num">7)</b> усердно выполнять, осуществлять, брать на себя (αἶσαν, [[ἄχθος]] Pind.).
}}
}}