μιαιφονέω: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μιαιφονέω:'''<b class="num">I. 1.</b> μολύνομαι από [[αίμα]] φόνου που έχω διαπράξει, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[φονεύω]], σε Ισοκρ., Πλάτ.
|lsmtext='''μιαιφονέω:'''<b class="num">I. 1.</b> μολύνομαι από [[αίμα]] φόνου που έχω διαπράξει, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[φονεύω]], σε Ισοκρ., Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''μιαιφονέω:''' осквернять себя убийством Eur., Plut.: μ. τινα Plat., Isocr., Luc. обагрять себя чьей-л. кровью.
}}
}}