3,277,172
edits
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μετοικέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[αλλάζω]] [[κατοικία]], μετακινούμαι σε άλλον [[τόπο]], με αιτ. του τόπου, σε Ευρ.· με δοτ. του τόπου, εγκαθίσταμαι, σε Πίνδ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., είμαι [[μέτοικος]] ή [[κάτοικος]], [[κατοικώ]] σε [[ξένη]] πόλη, σε Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ. | |lsmtext='''μετοικέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[αλλάζω]] [[κατοικία]], μετακινούμαι σε άλλον [[τόπο]], με αιτ. του τόπου, σε Ευρ.· με δοτ. του τόπου, εγκαθίσταμαι, σε Πίνδ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., είμαι [[μέτοικος]] ή [[κάτοικος]], [[κατοικώ]] σε [[ξένη]] πόλη, σε Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μετοικέω:''' <b class="num">1)</b> переселяться (Καδμείων ἀγυιαῖς Pind.; τὸ κατὰ γᾶς [[κνέφας]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> находить убежище (οἱ μετοικοῦντες ξένοι Eur.);<br /><b class="num">3)</b> жить на положении чужеземца ([[μέτοικος]]), быть метэком (ἐν τῇ χώρᾳ Plat.; Ἀθήνῃσι Dem.; ἐν τῇ πόλει Lys.). | |||
}} | }} |