μυλών: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μῠλών:''' -ῶνος, ὁ ([[μύλη]]), το [[οίκημα]] που στεγάζει τον μύλο, σε Θουκ.· <i>εἰς μύλωνα καταβαλεῖν</i>, Λατ. detrudere in [[pistrinum]], [[καταδικάζω]] (έναν σκλάβο) να δουλεύει στον μύλο, σε Ευρ.
|lsmtext='''μῠλών:''' -ῶνος, ὁ ([[μύλη]]), το [[οίκημα]] που στεγάζει τον μύλο, σε Θουκ.· <i>εἰς μύλωνα καταβαλεῖν</i>, Λατ. detrudere in [[pistrinum]], [[καταδικάζω]] (έναν σκλάβο) να δουλεύει στον μύλο, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''μῠλών:''' ῶνος ὁ мукомольное заведение, мельница Thuc. etc.: εἰς μυλῶνα καταβαλεῖν Eur. сослать на мельницу; εἰς μυλῶνα (v. l. μύλωνα) ἐμπεσεῖν Lys. быть сосланным на мельницу (вращение мельничных камней было одним из видов наказания для провинившихся рабов).
}}
}}