3,256,975
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νεότομος:''' -ον ([[τέμνω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[φρεσκοκομμένος]] ή φρεσκοργωμένος, σε Αισχύλ.· <i>[[νεότομα]] πλήγματα</i>, πλήγματα που καταφέρθηκαν πρόσφατα, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που [[μόλις]] κόπηκε· [[ἕλιξ]], σε Ευρ. | |lsmtext='''νεότομος:''' -ον ([[τέμνω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[φρεσκοκομμένος]] ή φρεσκοργωμένος, σε Αισχύλ.· <i>[[νεότομα]] πλήγματα</i>, πλήγματα που καταφέρθηκαν πρόσφατα, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που [[μόλις]] κόπηκε· [[ἕλιξ]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νεότομος:''' <b class="num">1)</b> недавно прорезанный, (о ране) только что нанесенный, свежий ([[ἄλοξ]] Aesch.; πλήγματα Soph.);<br /><b class="num">2)</b> недавно срезанный ([[ἕλιξ]] Eur.). | |||
}} | }} |