νεότομος: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νεότομος:''' -ον ([[τέμνω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[φρεσκοκομμένος]] ή φρεσκοργωμένος, σε Αισχύλ.· <i>[[νεότομα]] πλήγματα</i>, πλήγματα που καταφέρθηκαν πρόσφατα, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που [[μόλις]] κόπηκε· [[ἕλιξ]], σε Ευρ.
|lsmtext='''νεότομος:''' -ον ([[τέμνω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[φρεσκοκομμένος]] ή φρεσκοργωμένος, σε Αισχύλ.· <i>[[νεότομα]] πλήγματα</i>, πλήγματα που καταφέρθηκαν πρόσφατα, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που [[μόλις]] κόπηκε· [[ἕλιξ]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''νεότομος:''' <b class="num">1)</b> недавно прорезанный, (о ране) только что нанесенный, свежий ([[ἄλοξ]] Aesch.; πλήγματα Soph.);<br /><b class="num">2)</b> недавно срезанный ([[ἕλιξ]] Eur.).
}}
}}