νήφω: Difference between revisions

613 bytes added ,  1 January 2019
3b
(5)
(3b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νήφω:''' αόρ. αʹ <i>ἔνηψα</i>·<br /><b class="num">I.</b> δεν [[πίνω]] [[κρασί]], [[παραμένω]] [[νηφάλιος]], [[σώφρων]], σε Θέογν., Πλάτ.· μτχ. [[νήφων]] ως επίθ., = [[νηφάλιος]], σε Ηρόδ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., είμαι [[εγκρατής]], [[ψυχρός]], [[απαθής]], [[δίκαιος]] (λέγεται για συγγραφέα), είμαι [[σώφρων]] και [[προσεκτικός]], σε Ξεν.
|lsmtext='''νήφω:''' αόρ. αʹ <i>ἔνηψα</i>·<br /><b class="num">I.</b> δεν [[πίνω]] [[κρασί]], [[παραμένω]] [[νηφάλιος]], [[σώφρων]], σε Θέογν., Πλάτ.· μτχ. [[νήφων]] ως επίθ., = [[νηφάλιος]], σε Ηρόδ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., είμαι [[εγκρατής]], [[ψυχρός]], [[απαθής]], [[δίκαιος]] (λέγεται για συγγραφέα), είμαι [[σώφρων]] και [[προσεκτικός]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''νήφω:''' <b class="num">1)</b> быть трезвым Soph., Plat., Dem.: τὸ ἐν τῇ καρδίᾳ τοῦ νήφοντος ἐπὶ τῆς γλώσσης ἐστὶ τοῦ μεθύοντος погов. Plut. что у трезвого в сердце, то у пьяного на языке;<br /><b class="num">2)</b> быть рассудительным, бдительным Plut.: νῆφε καὶ μέμνησο ἀπιστεῖν Luc. будь сдержан и помни о том, что верить (на слово) нельзя (слова Эпихарма).
}}
}}