3,270,629
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''οἰκίζω:''' Αττ. μέλ. <i>οἰκιῶ</i>, αόρ. αʹ <i>ᾤκισα</i>, Ιων. [[οἴκισα]], ποιητ. <i>ᾤκισσα</i>· παρακ. [[ᾤκικα]] — Μέσ., μέλ. <i>οἰκιοῦμαι</i>, αόρ. αʹ <i>ᾠκισάμην</i> — Παθ., μέλ. <i>οἰκισθήσομαι</i>, αόρ. αʹ [[ᾠκίσθην]], παρακ. [[ᾤκισμαι]], Ιων. [[οἴκισμαι]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> με αιτ. πράγμ., [[ιδρύω]] [[αποικία]] ή [[δημιουργώ]] νέο συνοικισμό, <i>πόλιν</i>, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ. — Παθ., [[πόλις]] οἴκισται, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[ενισχύω]] τον πληθυσμό με νέους εποίκους, [[εποικώ]], <i>χώρην</i>, στον ίδ.· <i>νήσους</i>, σε Θουκ. — Μέσ., [[ὅπου]] γῆς πύργον οἰκιούμεθα, σε ποιο [[μέρος]] του κόσμου θα βρούμε ασφαλή [[κατοικία]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. προσ., [[εγκαθιστώ]], στον ίδ.· μεταφ., <i>τὸν μὲν ἀφ' ὑψηλῶν βραχὺν ᾤκισεν</i>, τον κατέβασε από τα [[ψηλά]] στα [[χαμηλά]], σε Ευρ. — Παθ., εγκαθίσταμαι σ' έναν [[τόπο]], στον ίδ., Πλάτ. | |lsmtext='''οἰκίζω:''' Αττ. μέλ. <i>οἰκιῶ</i>, αόρ. αʹ <i>ᾤκισα</i>, Ιων. [[οἴκισα]], ποιητ. <i>ᾤκισσα</i>· παρακ. [[ᾤκικα]] — Μέσ., μέλ. <i>οἰκιοῦμαι</i>, αόρ. αʹ <i>ᾠκισάμην</i> — Παθ., μέλ. <i>οἰκισθήσομαι</i>, αόρ. αʹ [[ᾠκίσθην]], παρακ. [[ᾤκισμαι]], Ιων. [[οἴκισμαι]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> με αιτ. πράγμ., [[ιδρύω]] [[αποικία]] ή [[δημιουργώ]] νέο συνοικισμό, <i>πόλιν</i>, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ. — Παθ., [[πόλις]] οἴκισται, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[ενισχύω]] τον πληθυσμό με νέους εποίκους, [[εποικώ]], <i>χώρην</i>, στον ίδ.· <i>νήσους</i>, σε Θουκ. — Μέσ., [[ὅπου]] γῆς πύργον οἰκιούμεθα, σε ποιο [[μέρος]] του κόσμου θα βρούμε ασφαλή [[κατοικία]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. προσ., [[εγκαθιστώ]], στον ίδ.· μεταφ., <i>τὸν μὲν ἀφ' ὑψηλῶν βραχὺν ᾤκισεν</i>, τον κατέβασε από τα [[ψηλά]] στα [[χαμηλά]], σε Ευρ. — Παθ., εγκαθίσταμαι σ' έναν [[τόπο]], στον ίδ., Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''οἰκίζω:''' (ион. aor. [[οἴκισα]])<br /><b class="num">1)</b> основывать, строить (πόλιν Her., Plut.);<br /><b class="num">2)</b> заселять, колонизовать (χώρην Her.; νήσους Thuc., Arst.);<br /><b class="num">3)</b> селить, поселять Pind.: ἐν Ἄργει οἰκίζεσθαι Soph. жить (в качестве приезжего) в Аргосе;<br /><b class="num">4)</b> переселять, перемещать (εἰς ἄλλα δώματα Eur.): τινὰ ἀφ᾽ ὑψηλῶν βραχὺν οἰ. Eur. низвергнуть кого-л. с высоты, т. е. лишить кого-л. былого могущества. | |||
}} | }} |