3,278,202
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὄλβιος:''' -ον και -α, -ον, ([[ὄλβος]]),·<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[ευτυχισμένος]], [[μακάριος]]· στον Όμηρ. [[πάντοτε]] σε [[αναφορά]] προς τα επίγεια [[αγαθά]], [[πλούτος]], Λατ. [[beatus]], σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, ουδ. πληθ., θεοὶ δέ [[τοι]] ὄλβια [[δοῖεν]], [[μακάρι]] να [[σου]] έδιναν οι θεοί τα πλούσια δώρα τους, σε Ομήρ. Οδ.· πληθ. ουδ. ως επίρρ., ὄλβια [[ζωέμεναι]], στο ίδ.· επίρρ. <i>-ίως</i>, σε Σοφ.· υπερθ. <i>ὀλβιώτατος</i>, σε Ηρόδ.· στους μεταγεν. ποιητές, [[ὄλβιστος]]. | |lsmtext='''ὄλβιος:''' -ον και -α, -ον, ([[ὄλβος]]),·<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[ευτυχισμένος]], [[μακάριος]]· στον Όμηρ. [[πάντοτε]] σε [[αναφορά]] προς τα επίγεια [[αγαθά]], [[πλούτος]], Λατ. [[beatus]], σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, ουδ. πληθ., θεοὶ δέ [[τοι]] ὄλβια [[δοῖεν]], [[μακάρι]] να [[σου]] έδιναν οι θεοί τα πλούσια δώρα τους, σε Ομήρ. Οδ.· πληθ. ουδ. ως επίρρ., ὄλβια [[ζωέμεναι]], στο ίδ.· επίρρ. <i>-ίως</i>, σε Σοφ.· υπερθ. <i>ὀλβιώτατος</i>, σε Ηρόδ.· στους μεταγεν. ποιητές, [[ὄλβιστος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὄλβιος:''' 3, реже<br /><b class="num">1)</b> счастливый, процветающий ([[εὐδαίμων]] τε καὶ ὄ. Hes.; [[Κόρινθος]] Pind.; δώματα Eur.): ὄ. χρήμασιν Her. обладающий большим богатством, богатый;<br /><b class="num">2)</b> блаженный, славный, великий ([[Ζεύς]] Aesch.; [[σκῆπτρον]] Eur.). | |||
}} | }} |