3,273,006
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 42: | Line 42: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀφθαλμός:''' -οῦ, ὁ (από √<i>ΟΠ</i>, [[ρίζα]] των <i>ὄψ-ομαι</i>, <i>ὀφ-θῆναι</i>),<br /><b class="num">I.</b> [[οφθαλμός]], [[μάτι]], [[κυρίως]] στον πληθ., σε Όμηρ. κ.λπ.· [[ἐλθεῖν]] ἐς ὀφθαλμούς τινος, [[έρχομαι]] ενώπιον κάποιου, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἐνὀφθαλμοῖσίν τινος</i>, [[μπροστά]] στα μάτια κάποιου, Λατ. in oculis, σε Όμηρ., Αττ.· πρὸ [[τῶν]] ὀφθαλμῶν, σε Αισχίν.· <i>ἐξ ὀφθαλμῶν</i>, [[εκτός]] του οπτικού πεδίου κάποιου, σε Ηρόδ.· <i>κατ'ὀφθαλμούς</i>, κατά [[πρόσωπο]] με κάποιον, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> στον ενικ., το [[μάτι]] του κυβερνήτη ή του ηγεμόνα· πάντα ἰδὼν Διὸς [[ὀφθαλμός]], σε Ησίοδ.· ομοίως, ο [[βασιλιάς]] αποκαλείται <i>ὀφθαλμὸς οἴκων</i>, σε Αισχύλ.· και στην Περσία, <i>ὀφθαλμὸς βασιλέως</i>, το [[μάτι]] του βασιλιά, λεγόταν [[ένας]] [[έμπιστος]] [[αξιωματούχος]], μέσω του οποίου επέβλεπε τους υπηκόους του, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> ἑσπέρας [[ὀφθαλμός]], νυκτὸς [[ὀφθαλμός]], λέγεται για το [[φεγγάρι]], σε Πίνδ.<br /><b class="num">IV.</b>ο πιο [[προσφιλής]], ο πιο [[αγαπητός]], ο [[καλύτερος]], [[καθώς]] τα μάτια είναι το πολυτιμότερο όργανο του σώματος· <i>ὀφθαλμὸς Σικελίας</i>, σε Πίνδ.· [[μέγας]] [[ὀφθαλμός]], [[μεγάλη]] [[ευμάρεια]], σε Σοφ.<br /><b class="num">V.</b> [[οφθαλμός]], [[μπόλι]], [[μπουμπούκι]] ή [[ανθός]] ενός φυτού ή ενός δέντρου, σε Ξεν. | |lsmtext='''ὀφθαλμός:''' -οῦ, ὁ (από √<i>ΟΠ</i>, [[ρίζα]] των <i>ὄψ-ομαι</i>, <i>ὀφ-θῆναι</i>),<br /><b class="num">I.</b> [[οφθαλμός]], [[μάτι]], [[κυρίως]] στον πληθ., σε Όμηρ. κ.λπ.· [[ἐλθεῖν]] ἐς ὀφθαλμούς τινος, [[έρχομαι]] ενώπιον κάποιου, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἐνὀφθαλμοῖσίν τινος</i>, [[μπροστά]] στα μάτια κάποιου, Λατ. in oculis, σε Όμηρ., Αττ.· πρὸ [[τῶν]] ὀφθαλμῶν, σε Αισχίν.· <i>ἐξ ὀφθαλμῶν</i>, [[εκτός]] του οπτικού πεδίου κάποιου, σε Ηρόδ.· <i>κατ'ὀφθαλμούς</i>, κατά [[πρόσωπο]] με κάποιον, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> στον ενικ., το [[μάτι]] του κυβερνήτη ή του ηγεμόνα· πάντα ἰδὼν Διὸς [[ὀφθαλμός]], σε Ησίοδ.· ομοίως, ο [[βασιλιάς]] αποκαλείται <i>ὀφθαλμὸς οἴκων</i>, σε Αισχύλ.· και στην Περσία, <i>ὀφθαλμὸς βασιλέως</i>, το [[μάτι]] του βασιλιά, λεγόταν [[ένας]] [[έμπιστος]] [[αξιωματούχος]], μέσω του οποίου επέβλεπε τους υπηκόους του, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> ἑσπέρας [[ὀφθαλμός]], νυκτὸς [[ὀφθαλμός]], λέγεται για το [[φεγγάρι]], σε Πίνδ.<br /><b class="num">IV.</b>ο πιο [[προσφιλής]], ο πιο [[αγαπητός]], ο [[καλύτερος]], [[καθώς]] τα μάτια είναι το πολυτιμότερο όργανο του σώματος· <i>ὀφθαλμὸς Σικελίας</i>, σε Πίνδ.· [[μέγας]] [[ὀφθαλμός]], [[μεγάλη]] [[ευμάρεια]], σε Σοφ.<br /><b class="num">V.</b> [[οφθαλμός]], [[μπόλι]], [[μπουμπούκι]] ή [[ανθός]] ενός φυτού ή ενός δέντρου, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀφθαλμός:''' ὁ<b class="num">1)</b> глаз: (ἐν) ὀφθαλμοῖσιν [[ἰδεῖν]] Hom. видеть (собственными) глазами; τινὰ ἐν ὀφθαλμοῖσ(ιν) ὁρᾶν Hom., Soph. устремить на кого-л. взор; τινὸς ἐς ὀφθαλμοὺς [[ἐλθέμεν]] Hom. предстать пред чьи-л. очи; τινὶ ἐξ ὀφθαλμῶν [[γενέσθαι]] Her. удалиться прочь с чьих-л. глаз; κατ᾽ ὀφθαλμοὺς λέγειν Arph. говорить (прямо) в глаза; τὼ ὀφθαλμὼ παραβάλλειν Arph. поглядывать по сторонам; ἐν ὀφθαλμοῖς ἔχειν τινά Xen. не спускать глаз с кого-л., бдительно следить за кем-л.; τὰ ἐν ὀφθαλμοῖς Plat. то, что находится перед глазами; δεσπότου ὀ. Xen. хозяйский глаз; ἑσπέρας ὀ. Pind. в νυκτὸς ὀ. Aesch. вечернее (ночное) око, т. е. луна;<br /><b class="num">2)</b> бот. глазок или почка Xen.;<br /><b class="num">3)</b> краса, гордость (στρατιᾶς, Σικελίας Pind.);<br /><b class="num">4)</b> радость, утешение, сокровище (βίου Eur.). | |||
}} | }} |