3,274,216
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πατρῐκός:''' -ή, -όν ([[πατήρ]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που προέρχεται από τον [[πατέρα]] κάποιου, [[πατρικός]], [[κληρονομικός]], σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> = [[πάτριος]], αυτός που προέρχεται από τον [[πατέρα]], [[πατρικός]], <i>ἡ πατρική</i> (ενν. [[οὐσία]]), πατρική [[κληρονομιά]], σε Ευρ.· <i>τὰ [[πατρικά]]</i>, σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> όμοιος με τον [[πατέρα]], [[πατρικός]], σε Αριστ. | |lsmtext='''πατρῐκός:''' -ή, -όν ([[πατήρ]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που προέρχεται από τον [[πατέρα]] κάποιου, [[πατρικός]], [[κληρονομικός]], σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> = [[πάτριος]], αυτός που προέρχεται από τον [[πατέρα]], [[πατρικός]], <i>ἡ πατρική</i> (ενν. [[οὐσία]]), πατρική [[κληρονομιά]], σε Ευρ.· <i>τὰ [[πατρικά]]</i>, σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> όμοιος με τον [[πατέρα]], [[πατρικός]], σε Αριστ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πατρικός:''' <b class="num">1)</b> отцовский, наследственный (γῆ Eur.; [[φίλος]] Plat.; [[ἐχθρός]] Isocr.);<br /><b class="num">2)</b> отеческий ([[ἀρχή]] Arst.; [[αἵρεσις]] Polyb.; παραδόσεις NT);<br /><b class="num">3)</b> грам. родительный: ἡ πατρικὴ [[πτῶσις]] родительный падеж. | |||
}} | }} |