πελταστικός: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πελταστικός:''' -ή, -όν, [[επιδέξιος]] στη [[χρήση]] της [[πέλτης]], όπως ο [[πελταστής]], σε Πλάτ.· <i>ἡ πελταστική</i> (ενν. [[τέχνη]]), [[τέχνη]] ή [[ικανότητα]] πελταστή, στον ίδ.· <i>τὸ πελταστικόν = οἱ πελτασταί</i>, σε Ξεν.· επίρρ. υπερθ. [[πελταστικώτατα]], κατά [[πολύ]] με τον τρόπο των πελταστών, με το πιο επιδέξιο τρόπο, στον ίδ.
|lsmtext='''πελταστικός:''' -ή, -όν, [[επιδέξιος]] στη [[χρήση]] της [[πέλτης]], όπως ο [[πελταστής]], σε Πλάτ.· <i>ἡ πελταστική</i> (ενν. [[τέχνη]]), [[τέχνη]] ή [[ικανότητα]] πελταστή, στον ίδ.· <i>τὸ πελταστικόν = οἱ πελτασταί</i>, σε Ξεν.· επίρρ. υπερθ. [[πελταστικώτατα]], κατά [[πολύ]] με τον τρόπο των πελταστών, με το πιο επιδέξιο τρόπο, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''πελταστικός:''' <b class="num">II</b> ὁ Plat. = [[πελταστής]].<br />искусно владеющий легким щитом, опытный в искусстве пельтаста ([[ἀνήρ]] Plat.).
}}
}}